To λευκό Μοσχάτο είναι λευκή ποικιλία, γνωστή με πολλά συνώνυμα στις περιοχές της Μεσογείου. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι η ποικιλία έχει τις ρίζες της στην Ελλάδα, όπου και καλλιεργείται για οινοποίηση κυρίως σε επιδόρπιους οίνους, αλλά και ξηρούς ή αφρώδεις. Έχει ένα πολύπλοκο και πικάντικο άρωμα σταφυλιού λουλουδιών, μερικές φορές όμως μπορεί να είναι έντονο και διαπεραστικό.
Η ιστορία της ποικιλίας
Μοσχάτο Σπίνας
Σύμφωνα με τον Negrul (1946) το λευκό Μοσχάτο είναι ταυτόσημο με την αρχαιοελληνική ποικιλία Μελισσέα και την ρωμαϊκή Apiana, η οποία αναφέρεται από τον Πλίνιο.
Λόγω της εξάπλωσης του, έχει αποκτήσει πολλά ονόματα ανά τους αιώνες (Muscat Blanc a Petits Grains στη Γαλλία, Moscatel Bianco ή d’Asti στην Ιταλία, Μοσχατου Σάμου, Κερκύρας ή Σπίνας στην Ελλάδα και πολλά άλλα).
Στην Ελλάδα αρχικό κέντρο καλλιέργειας είναι η Σάμος, με την ποικιλία να εξαπλώνεται από εκεί στις άλλες περιοχές της ελλάδας και να αποκτά τα αντίστοιχα τοπωνύμια.
Πιθανότατα μεταφέρθηκε αρχικά στην δυτική Κρήτη από πρόσφυγες ή άποικους από την Σάμο κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ.
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΑΜΠΕΛΩΝΑ
ΠΟΙΚΙΛΙΑΣ ΜΟΣΧΑΤΟ ΣΠΙΝΑΣ
Το έδαφος της περιοχής των Δαφνών χαρακτηρίζεται από μέσης σύστασης έως αργιλοπηλώδες. Είναι πλούσιο σε ανθρακικό ασβέστιο σε ποσοστό που ξεπερνά το 40%. Η παρουσία ανθρακικού ασβεστίου εξουδετερώνει την οξύτητα του εδάφους, με το pH να κυμαίνεται από 7 έως 8,5, που είναι ιδανικό για την απορρόφηση των περισσοτέρων ιχνοστοιχείων από το φυτό. Το ανθρακικό ασβέστιο βελτιώνει, επίσης, τη δομή του εδάφους, εξασφαλίζοντας καλή στράγγιση και καλή θερμοκρασία. Αυτά τα χαρακτηριστικά του εδάφους συμβάλουν στην καλή φαινολική και τεχνολογική ωρίμανση των σταφυλιών και συνεπώς στην παραγωγή κρασιών με πλούσια δομή και όγκο, ένταση στο χρώμα και ισορροπημένη οξύτητα.
Οι αμπελώνες της περιοχής των Δαφνών βρίσκονται βορειοανατολικά του Ψηλορείτη.
Το ανάγλυφο της ευρύτερης περιοχής σχηματίζεται από περίπου 3 κύριες λοφοσειρές, σχεδόν παράλληλες μεταξύ τους, που εκτείνονται από το βόρειο τμήμα του νομού προς το νότο, με υψόμετρο 300-500μ.
Στις πλαγιές αυτών των λοφοσειρών είναι φυτεμένα τα αμπέλια των Δαφνών, με ανατολικό ή δυτικό προσανατολισμό κατά κύριο λόγο.
Οι επιμήκεις κοιλάδες που σχηματίζονται ανάμεσα στις λοφοσειρές διοχετεύουν σαν φυσικά κανάλια τον δροσερό αέρα από το κρητικό πέλαγος προς το κέντρο του νομού, διατηρώντας τη θερμοκρασία σε πολύ καλά επίπεδα το καλοκαίρι. Οι βροχοπτώσεις είναι σπάνιες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, έτσι τα φυτά και τα σταφύλια παραμένουν υγιή.
Σε αυτό το μοναδικό μικροκλίμα που περιγράφουμε παραπάνω, οφείλεται η καλλιέργεια του αμπελιού στην περιοχή για τόσους αιώνες από την εποχή της Ενετοκρατίας, από τον 13ο ως τον 17ο αιώνα.
ΑΜΠΕΛΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΟΙΚΙΛΙΑΣ ΜΟΣΧΑΤΟ ΣΠΙΝΑΣ
Φύλλο: ορειχαλκόχροα έως ωχροπράσινα με πορφυρή παρυφή, αραχνοϋφή
Έλασμα: λεπτό, επίπεδο, ελαφρώς πομφολυγώδες, λείο και πράσινο στην άνω επιφάνεια, αραχνοϋφές στην κάτω επιφάνεια
Μισχικός κόλπος: σχήματος λύρας ή V με συγκλίνοντα χείλη, πολύ βαθύς
Νευρώσεις: κιτρινοπράσινες, προεξέχουσες, με αραιά έρποντα και όρθια τριχίδια στην κάτω επιφάνεια.
Μίσχος: βραχύς, λείος, πράσινος, ή ρόδινος
Η αμπελογραφική περιγραφή βασίστηκε στο βιβλίο "The Cretan Grapes" των Μανόλη και Μαριτίνας Σταυρακάκη.
ΦΑΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΑΜΠΕΛΩΝΑ ΜΟΣΧΑΤΟΥ ΣΠΙΝΑΣ
• Βλάστηση: 10-20 Μαρτίου
• Πλήρης βλάστηση: 2ο δεκαήμερο Απριλίου
• Έναρξη άνθησης - πλήρης άνθηση: 15-20 Μαΐου
• Έναρξη ωρίμανσης: 3ο δεκαήμερο Αυγούστου - 1ο δεκαήμερο Σεπτεμβρίου
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΓΛΕΥΚΟΥΣ
ΑΠΟ ΜΟΣΧΑΤΟ ΣΠΙΝΑΣ ΠΛΗΡΟΥΣ ΩΡΙΜΑΝΣΗΣ
• Ολική οξύτητα : 5,4 - 5,8 g/L
• Ενεργός Οξύτητα pH: 3,4 - 3,5
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΜΟΣΧΑΤΟ ΣΠΙΝΑΣ
Τα χαρακτηριστικά του οίνου από Μοσχάτο Σπίνας
Το λευκό Μοσχάτο είναι μια πολύπλευρη ποικιλία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ξηρούς, επιδόρπιους,αφρώδεις και ενισχυμένους οίνους.
Έχει ένα χαρακτηριστικό έντονο άρωμα σταφυλιού το οποίο, όσο περίεργο και αν ακούγεται, είναι αρκετά σπάνιο. Τα ξηρά παραδείγματα αυτής της ποικιλίας έχουν συχνά νότες από άνθη, κίτρο και μπαχαρικά.
Τα γλυκά και ημίγλυκα αφρώδη παρουσιάζουν επίσης αρώματα από πεπόνι, νεκταρίνια και μέλι ενώ οι επιδόρπιοι οίνοι συχνά παλαιώνουν σε δρύινα βαρέλια από μερικούς μήνες μέχρι χρόνια.
Η χρήση του βαρελιού τους συμπυκνώνει ενώ ταυτόχρονα τους προσδίδει νότες ξηρών καρπών και αποξηραμένων φρούτων.
Καποιο Σχολιο